- προαγορά
- H συγκέντρωση από ένα πρόσωπο μεγάλων ποσοτήτων οποιουδήποτε αγαθού, με τον σκοπό να αποκτήσει το μονοπώλιό του και να μπορέσει έτσι να καθορίζει αυθαίρετα την τιμή του.
Η τακτική του τραβήγματος από την αγορά ολόκληρης ή σχεδόν ολόκληρης της διαθέσιμης ποσότητας ενός εμπορεύματος για να προκληθεί ύψωση της τιμής ήταν πολύ συνηθισμένη, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι., κυρίως στα είδη πρώτης ανάγκης. Γι’ αυτό κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης επιβλήθηκε σε όσους έκρυβαν τρόφιμα η ποινή του θανάτου και σε όλες τις χώρες οι νόμοι που εκδίδονται σε περιόδους έλλειψης εναντίον της μαύρης αγοράς τιμωρούν εκείνους που αποκρύπτουν είδη πρώτης ανάγκης. Η π. μπορεί να ασκηθεί και στο χρηματιστήριο, αλλά και στην περίπτωση αυτή μπορεί να προκαλέσει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της κερδοσκοπίας.
* * *η, Νη ενέργεια τού προαγοράζω, αγορά εμπορεύματος ή προϊόντος που θα παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής συμφωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγοράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.